- ηρμένως
- ᾐρμένως (Α)επίρρ. υπερηφάνεια, επιβλητικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < Μτχ. μεσοπαθ. παρακμ. ῃρμένος τού αίρω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἠρμένως — αἴρω attach perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)